- κασσιτέρωση
- ηη πράξη και το αποτέλεσμα του κασσιτερώνω, γάνωμα: Μετά την κασσιτέρωση γυαλίζουν τα μαχαιροπίρουνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κασσιτέρωση — η το κασσιτέρωμα, η επίχριση με κασσίτερο, το γάνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ., στον λόγιο τ. κασσιτέρωσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγόριο Χαντσερή] … Dictionary of Greek
ανακασσιτέρωση — η η εκ νέου κασσιτέρωση, το ξαναγάνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κασσιτέρωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα «Άστυ» (έκθεση αστυάτρων)] … Dictionary of Greek
καλάισμα — το [καλαΐζω] η επάλειψη τών χαλκωμάτων με κασσίτερο, κασσιτέρωση, επικασσιτέρωση, γάνωμα … Dictionary of Greek
κασσιτέρωμα — το κασσιτέρωση, γάνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγόριο Χαντσερή] … Dictionary of Greek